-
1 περι-φύω
περι-φύω (s. φύω), darum, daran wachsen lassen, machen, daß Etwas wie daran gewachsen ist, daran befestigen, τὸ κύτος περὶ τὸ σῶμα ὅσον κοῖλον ἡμῶν περιέφυσεν, Plat. Tim. 78 d; Philostr. – Im med. u. in den intrans. tempp. des Activs = ringsherum wachsen, wie man als Tmesis erkl. περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν, Od. 9, 141; so bes. Theophr.; gleichsam fest herumgewachsen sein, sich festhalten an, umarmen, Τηλέμαχον πάντα κύσεν περιφύς, Od. 16, 21, vgl. 24, 320; auch c. dat., περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ κύσσ' ἄρα μιν, 19, 416, indem sie sich fest an den Odysseus hing, indem sie ihn fest umarmte; ringsherum anwachsen, κᾆτα ψυγείσῃ περιέφυσαν Περσικαί, Ar. Nubb. 152; ἃ νῠν αὐτῇ περιπέφυκεν, Plat. Rep. X, 612 a; übtr., φήμη σεαυτῷ περιφυομένη, Isocr. 5, 78. – Vom Getreide, auswachsen, Theophr.
-
2 περιφύω
A make to grow round or upon, stick or fix upon,κύτος περὶ τὸ σῶμα Pl.Ti. 78d
;τοῖς κερασφόροις.. ἡ φύσις ὀστᾶ π. τὸ κέρας Philostr.VA2.13
.II [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. -φύσομαι [ῡ]: [tense] pf. and [tense] aor. 2 [voice] Act. περιπέφῡκα, περιέφῡν: [tense] aor. 2 inf. περιφῦναι, part. περιφύς [ῡ]:— grow round about,περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν Od.9.141
;περὶ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arist. PA 654b27
, cf. GA 754a2;π. καὶ ἐμφυόμενα Thphr.CP5.5.4
; πέτρα κύκλῳ.. περιπέφυκε there is rock all round, Plu.Cam.25.2 of persons, cling to, c. dat.,περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ Od.19.416
: abs.,Τηλέμαχον.. κύσεν περιφύς 16.21
; κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρα (where the acc. depends on κύσσαι) 24.236, cf. 320; of shoes,περιέφυσαν περσικαί τινι Ar.Nu. 151
; of ivy,κισσὸς καλάμῳ περιφύεται Eub.104
(lyr.); [τῇ ψυχῇ] γεηρὰ.. πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκε Pl.R. 612a
, cf.Lg. 898e; of a report,φήμη π. τινί Isoc.5.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφύω
-
3 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
-
4 περιφυω
1) (aor. 1 περιέφῡσα) приращивать кругом, т.е. укреплять вокруг(τὸ κύτος περὴ τὸ σῶμα Plat.)
2) (aor. 2 περιέφῡν, pf. περιπέφῡκα; med.: fut. περιφύσομαι с ῡ, aor. 2 περιεφύην) расти вокруг, окружать, охватывать со всех сторонπερὴ δ΄ αἴγειροι πεφύασι Hom. — вокруг же растут тополя;
περὴ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arst. — кости обросли плотью;πέτρα κύκλῳ περιπέφυκε Plut. — вокруг высится скала;κύσσε μιν περιφύς Hom. — обняв, он поцеловал его;τὸ γένος τοῦτο ἀναίσθητον πάσαις ταῖς αἰσθήσεσι περιπεφυκέναι Plat. — (кажется, что) этот вид (восприятий) не доступен ни одному чувству
См. также в других словарях:
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia